-
1 право
право 1-а, πλθ. -а ουδ.1. δικαίωμα•избирательное право εκλογικό δικαίωμα•
гражданские -а τα πολιτικά δικαιώματα•
право на отдых δικαίωμα ανάπαυσης•
право на труд δικαίωμα εργασίας•
право нации на самоотределение δικαίωμα του έθνους για αυτοδιάθεση•
-а и объя-занности δικαιώματακαι υποχρεώσεις•
лишить прав гражданства στερώ των πολιτικών δικαιωμάτων•
какое вы имеете право τι δικαίωμα έχετε•
не имеете право δεν έχετε δικαίωμα.
2. δίκαιο•буржуазное право αστικό δίκαιο•
международное право διεθνές δίκαιο•
уголовное право ποινικό δίκαιο.
3. άδεια•водительские -а άδεια οδηγού αυτοκινήτου•
право на охоту άδεια κυνηγίου.
εκφρ.в -е (сделать) – έχω το δικαίωμα, δικαιούμαι•на -ах – με την ιδιότητα•по -у – νόμιμα, δικαιωματικά•на равных правах – με ίσα δικαιώματα.право 2(παρνθ. λ.).1. πραγματικά, αλήθεια.2. λόγω τιμής, μα την αλήθεια•право слово λόγω τιμής.
-
2 право
право с το δίκ(α)ιο, το δικαίωμα· \право голоса το δικαίωμα ψήφου· (всеобщее) избирательное \право το (γενικό) εκλογικό δικαίωμα* \правоа и обязанности τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις ◇ водительские \правоа η άδειος οδηγού (αυτοκινήτου)* * *сτο δίκ(α)ιο, το δικαίωμαпра́во го́лоса — το δικαίωμα ψήφου
(всео́бщее) избира́тельное пра́во — το (γενικό) εκλογικό δικαίωμα
права́ и обя́занности — τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις
••води́тельские права́ — η άδεια οδηγού (αυτοκινήτου)
-
3 право
прав||о Iс1. τό δικαίωμα:\право голоса τό δικαίωμα ψήφου· всеобщее избирательное \право δικαίωμα ψήφου γιά ὅλους· гражданские \правоа́ τά πολιτικά δικαιώματα· поражение в \правоа́х ἡ στέρησις τῶν δικαιωμάτων восстановление в \правоах ἡ ἀποκατάσταση τῶν δικαιωμάτων получить \право гражданства прям., перен πολιτογρα-φοῦμαι· отстаивать свой \правоа́ διεκδικώ τά δικαιώματα μου· иметь \право на что́-л. ἔχω δικαίωμα γιά κάτν лишать \правоа στερώ τών δικαιωμάτων вступать в свой \правоа μπαίνω σέ ἰσχύ, τίθεμαι ἐν ίσχύϊ· весна вступила в свой \правоа Εφτασε ἡ ἀνοιξη· с полным \правоом μέ πλήρες δικαίωμα· по какому \правоу? μέ ποιο δικαίωμα;· по \правоу δικαιωματικά· 2· юр. τό δίκαιο[ν]:гражданское \право τό ἀστικό δίκαιο· уголовное \право τό ποινικό δίκαιο· международное \право τό διεθνές δίκαιο·3. (свидетельство) ἡ ἄδεια:водительские \правоа ἄδεια ὀδηγοῦ αὐτοκινήτου.право IIвводн. сл. μά τήν ἀλήθεια:я, \право-, не знаю μά τήν ἀλήθεια δέν ξέρω. -
4 право
1. (государственные нормы и правила, законы и постановления государства) το δικαίωμαбез - а передачи χωρίς δικαίωμα μεταβίβασης/μεταφοράςконосамент без - а передачи φορτωτική χωρίς το - μετάδο-σης/μεταφοράς2. юр. το δίκαιο 3. (возможность действовать, поступать каким-л. образом) το δικαίωμα, η απαίτησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > право
-
5 голос
-а (-у), πλθ. голоса α.1. φωνή, φθόγγος•высокий голос ψηλή φωνή•
низкий голос χαμηλή φωνή•
тонкий голос ψιλή (λεπτή) φωνή•
голос соловья φωνή αηδονιού•
звонкий голос ηχηρή φωνή•
глухой -υπόκωφη φωνή•
мужской голос ανδρική φωνή•
женский голос γυναικεία φωνή•
узнать по -у γνωρίζω από τη φωνή•
во весь голос μ’ όλη τη δύναμη της φωνής, στεντόρεια•
прислушиваться к -у масс αφουγκράζομαι τη φωνή (γνώμη) των μαζών.
2. (μουσ.) φωνή•второй голос δεύτερη φωνή.
3. ήχος•голос ветра η βουή του ανέμου.
4. μτφ. υπαγόρευση•голос рассудка η φωνή της λογικής•
голос совести η φωνή της συνείδησης•
голос крови η φωνή του αίματος (εσωτερική παρόρμηση εκδίκησης φόνου)•
голос страсти η φωνή του πάθους.
5. η ψήφος•право -а δικαίωμα ψήφου•
решающий голос θετική ψήφος•
совещательный голос συμβουλευτική ψήφος•
лишать права на -а στερώ το δικαίωμα ψήφου (του εκλέγειν)•
произвести подсчет -ов κάνω διαλογή των ψήφων•
избрать большинством -ов εκλέγω με πλειοψηφία.
εκφρ.в голос ή не своим -ом кричать, плакать – μεγαλόφωνα, δυνατά κράζω, κλαίω• (все) в один голос (όλοι) με μια φωνή, ομόφωνα•в -е (быть) – ηχώ καλά•с -а учить, запоминать – φωναχτά μαθαίνω, απομνημονεύω•с чужого -а говорить – είμαι μεγάφωνο άλλου, είμαι φερέφωνο, δεν έχω δική μου γνώμη. -
6 владение
1. (обладание) η κατοχ/ή, η κυριότητα, η νομή 2. (собственность) η κτήσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > владение
-
7 возмещение
η αποζημίωσ/η, η αμοιβήиск ο - и αξίωση/απαίτηση για την -получать - за убытки παίρνω/λαμβάνω - για τις ζημιέςтребование ο - и убытков грузоотправителя απαίτηση για - του αποστολέα φορτίου/εμπορευμάτων- ζημιώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > возмещение
-
8 выкуп
η εξαγορ/άРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выкуп
-
9 замена
η αντικατάστασ/η, η αλλαγή, η υποκατάστασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > замена
-
10 избирательный
1. (относящийся к выборам) εκλογικ/ός 2. (основанный на свойстве производить отбор) επιλεκτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > избирательный
-
11 иметь
иметьнесов в разн. знач. ἔχω / κατέχω (обладать):\иметь деньги ἔχω χρήματα· \иметь право ἔχω δικαίωμα· \иметь много друзей ἔχω πολλούς φίλους· \иметь успех ἔχω ἐπιτυχία· \иметь возможность ἔχω τή δυνατότητα· \иметь значение ἔχω σημασία· \иметь отношение ἔχω σχέση· \иметь обыкновение ἔχω τή συνήθεια· \иметь что́-л. при себе κουβαλώ κάτι μαζί μου· не \иметь ничего́ против δέν ἔχω καμιάν ἀντίρρηση· \иметь в виду́ ἔχω ὑπ' ὀψιν \иметь дело с кем-л. ἔχω νά κάνω μέ κάποιον. -
12 авторский
επ.συγγραφικός, του συγγραφέα•-ие поправки συγγραφικές διορθώσεις•
-ое право συγγραφικό δικαίωμα.
-
13 активный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. δραστήριος, ενεργητικός•-ое участие δραστήρια συμμετοχή.
2. (λογιστ.) ενεργός, αναπτυσσόμενος, εξελισσόμενος.εκφρ.- ое избирательное право – το δικαίωμα του εκλέγειν. -
14 владельческий
επ.κατοχικός, της κατοχής•-ое право το δικαίωμα κατοχής.
-
15 избирательный
επ.1. εκλογικός•-ое право εκλογικό δικαίωμα•
-ая кампания εκλογική καμπάνια•
избирательный участок! εκλογικό κέντρο•
избирательный бшле-тнь ψηφοδέλτιο•
избирательный список εκλογικός κατάλογος•
-ая система εκλογικό σύστημα•
избирательный закон εκλογικός νόμος•
избирательный округ εκλογική περιφέρεια.
2. της ευαισθησίας οργάνου (συσκευής). -
16 иметь
-ю, -ешьρ.δ. μ.1. έχω, κατέχω•иметь деньги έχω χρήματα•
иметь право έχω δικαίωμα•
иметь талант έχω ταλέντο•
это -ет большое значение αυτό έχει μεγάλη σημασία•
иметь мужество открыто признать свой ошибку έχω το θάρρος ανοιχτά να παραδεχτώ το λάθος μου•
иметь возможность έχω τη δυνατότητα•
иметь стыд ντρέπομαι.
|| (για μήκος, ύψος κ.τ.τ.) έχει, είναι•эта материя -ет метр ширины αυτό το ύφασμα έχει ένα μέτρο φάρδος•
эта башня -ет сто метров в высоту αυτός ο πύργος είναι εκατό μέτρα ψηλός.
|| διαθέτω, χρησιμοποιώ• иметь кого-н. помощника έχω κάποιον βοηθό.2. παλ. με απαρμφ. σ. σχηματίζει μέλλοντα σ. και αντιστοιχεί μετο μόριο „,θα•завтра это сообщение -ет появиться в газетах αύριο αυτή η ανακοίνωση θα δημοσιευθεί στις εφημερίδες• 8 марта -ет быть концерт στις 8 του Μάρτη θα έχει συναυλία•
вместе с имеющими поступить... μαζί με κείνους που θα εισαχθούν...• я имею к вам просьбу θα σας παρακαλέσω.
3. με ουσ. σε αιτ. πτώση εκφράζει ενέργεια αυτού του ουσ. иметь отношение σχετίζομαι•иметь применение εφαρμόζομαι•
иметь притязание διεκδικώ•
хождение κυκλοφορώ.
4. έχω αγαπητικό.εκφρ.иметь место – συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•это событие имело место позавчера – αυτό το γεγονός έγινε προχτές•иметь целью (ή цель) – επιδιώκω, έχω ως σκοπό (σκοπεύω).• ничего не иметь против δεν έχω καμιά αντίρρηση.υπάρχω•препятствий (к чему-н.) не -ется εμπόδια δεν υπάρχουν•
-ются в продаже υπάρχουν για πούλημα (πουλιούνται)•
по имеющимся сведениям κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες.
εκφρ.иметь в виду – παίρνομαι(λαμβάνομαι) υπ όψη. -
17 неотъемлемый
επ., βρ: -лем, -а, -оαναφαίρετος•-ое право αναφαίρετο δικαίωμα.
-
18 патентный
επ.της πατέντας, της ευρεσιτεχνίας•-ое право το δικαίωμα της ευρεσιτεχνίας•
патентный сбор είσπραξη χρημάτων (από άδεια επιτηδεύματος ή παραγωγής).
-
19 пользование
-я ουδ.1. χρήση, χρησιμοποί-ση• μεταχείριση•право -я δικαίωμα χρήσης ή επικαρπίας•
безвозмездное пользование χρήση χωρίς αποζημίωση•
места общего -я χώροι κοινόχρηστοι.
2. παλ. θεραπεία. -
20 собственность
-и θ.1. ιδιοκτησία• περιουσία•частная собственность ατομική ιδιοκτησία•
социалистическая собственность σοσισ-λιστική ιδιοκτησία•
государственная собственность δημόσια περιουσία•
личнэя собственность προσωπική ιδιοκτησία•
приобретение -и απόκτηση περιουσίας•
присвоение чужой -и ιδιοποίηση ξένης περιουσίας•
конфискация -и δήμευση της περιουσίας•
земельная собственность έγγεια ιδιοκτησία.
2. κυριότητα•право -и δικαίωμα κυριότητας•
приобрести в -и αποκτώ κυριότητα.
См. также в других словарях:
правда — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. δικαιωσύνη) закон, законный поступок, добродетель или… … Словарь церковнославянского языка
ВАРСОНОФИЙ ВЕЛИКИЙ — Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. [Варсануфий; греч. Βαρσανούφιος] († сер. VI в.), прп. (пам. 6 февр., пам. зап. 11 апр.), подвижник, аскетический писатель. Происходил из Египта. Согласно Д. Читти, имя… … Православная энциклопедия